Κροάτης

Κροάτης
ο, θηλ. Κροάτισσα
ο κάτοικος και πολίτης τής Κροατίας ή αυτός που κατάγεται από αυτήν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γραβάτα — Λωρίδα υφάσματος με ποικίλο μέγεθος και σχήμα, που τυλίγεται και δένεται γύρω από τον λαιμό. Η καταγωγή της γ. είναι πολύ παλιά και μπορεί να αναζητηθεί στο ρωμαϊκό focale (είδος μάλλινου λαιμοδέτη που χρησιμοποιούσαν κυρίως ηλικιωμένα και… …   Dictionary of Greek

  • Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • Κροατία — I Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κροατίας Έκταση: 56.542 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.535.054 (2001) Πρωτεύουσα: Ζάγκρεμπ (691.724 κάτ. το 2001)Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΝΑ με τη Βοσνία Ερζεγοβίνη και το …   Dictionary of Greek

  • πανσλαβισμός — Πολιτική και πολιτιστική κίνηση, της οποίας η ιδεολογική αφετηρία πρέπει να αναζητηθεί στους τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα. Ο όρος π. δεν είναι σλαβικός (προτάθηκε από τον Χέρκελ το 1826) και το περιεχόμενο του δεν είναι πάντοτε σαφές. Η θεωρία …   Dictionary of Greek

  • Γκουντούλιτς, Ιβάν — (Ivan Gundulic, Ραγούζα 1589 – 1638). Κροάτης ποιητής. Ανατράφηκε στο πνεύμα μιας ουμανιστικής παιδείας, γεγονός που διαφαίνεται από την αφοσίωσή του στα κλασικά πρότυπα και στη γεμάτη ευαισθησία φροντίδα του για τη μορφική επεξεργασία των στίχων …   Dictionary of Greek

  • Δημητρίου — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναστάσιος. Καταγόταν από την Ήπειρο και πήρε μέρος σε πολλές πολεμικές επιχειρήσεις. Σκοτώθηκε στο Μεσολόγγι. 2. Απόστολος. Καταγόταν από την Αμβρακία και πολέμησε υπό τις διαταγές του Πανουργιά και του Δημητρίου …   Dictionary of Greek

  • Κβάτερνικ, Εβγκέν — (Eugen Kvaternik, Ζάγκρεμπ 1823 – Ρακοβίτσα 1871). Κροάτης εθνικός αγωνιστής. Σπούδασε νομικά και παιδαγωγικά στην Πέστη κατά την περίοδο 1844 46. Μετανάστευσε στη Ρωσία και αργότερα στη Γαλλία και στην Ιταλία, όπου προσπάθησε επανειλημμένα να… …   Dictionary of Greek

  • Κόλαρ, Σλάφκο — (Slavko Kolar, Παλέσκιν 1891 – Ζάγκρεμπ 1963). Κροάτης συγγραφέας. Ήταν γιος δασκάλου, μορφώθηκε σε αγροτικό περιβάλλον και ακολούθησε το επάγγελμα του δημοσίου υπαλλήλου. Το 1944 συμμετείχε στον απελευθερωτικό αγώνα των λαών της πρώην… …   Dictionary of Greek

  • Μαζουράνιτς, Ιβάν — (Ivan Mazuranic, Νόβι Βινοντόλσκι 1814 – Ζάγκρεμπ 1890). Κροάτης ποιητής, πεζογράφος και πολιτικός, κυβερνήτης της Κροατίας (1873 80). Έλαβε μέρος στην ιλλυρική λογοτεχνική κίνηση και αναδείχθηκε η πιο ισχυρή προσωπικότητα της ομάδας. Ο Μ.,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”